Όταν δύει ο ήλιος, σηκώνω το κεφάλι μου καθώς ακούω τον ήχο των πουλιών που πετούν ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Είχα προσέξει ότι αυτή τη συγκεκριμένη ώρα, τα πουλιά αρχίζουν να μιλούν. Υπάρχει πολύς θόρυβος πάνω από την πόλη.
Όμως κάτι διαφορετικό συνέβη τις προάλλες. Άκουσα έναν θόρυβο από το απέναντι μπαλκόνι. Είδα ότι ένα πουλί είχε παγιδευτεί και ο φίλος του προσπαθούσε να το σώσει.
Κάλυπτε τις φωνές όλων των άλλων πουλιών στον ουρανό. Προσπάθησα να τα βοηθήσω μα δεν μπορούσα. Τότε σε είδα μέσα από το παράθυρο. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα, σαν ενός πουλιού που έχει πιαστεί από άνθρωπο και είναι κατατρομαγμένο. Σου φώναξα αλλά δεν με άκουσες. Σου άφησα ένα σημείωμα. Έχεις φύγει. Ακόμα έχω το σημείωμα.
Υπάρχει ένα μέρος μεταξύ πόλεων και ουρανών. Μου αρέσει να πηγαίνω εκεί ξανά και ξανά. Από εκεί τα πουλιά ξεκινούν να πετούν πάνω από τις πόλεις. Είμαστε όλοι τόσο ίδιοι και τόσο διαφορετικοί κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Την πρώτη εποχή των ραντάρ η ηχώ πολλών, μικρών στόχων συλλαμβάνονταν αλλά ήταν ανεπαρκώς κατανοητή. Αυτοί οι ήχοι αποκαλούνταν «άγγελοι». Τώρα, γνωρίζουμε ότι οι άγγελοι ήταν στην πραγματικότητα πουλιά.
Αυτό το πρότζεκτ είναι αφιερωμένο στους «αγγέλους» μου.