Επιστρέφω μετά από χρόνια στον τόπο καταγωγής μου. Συλλέγω κομμάτια από ανείπωτες ιστορίες και κρυμμένα μυστικά για να κατανοήσω και να ανασυνθέσω το παρελθόν. Προσπαθώ να καλύψω το κενό της μνήμης, το κενό του χρόνου, το κενό του χώρου, όλα τα κενά που φόρεσα στην παιδική μου ηλικία.
Ο πατέρας μου ήταν τότε ένας λεβέντης βοσκός, περιζήτητος για τις κτηνοτροφικές του ικανότητες. Γιατί πήρε, μαζί με την μητέρα μου, την καθοριστική απόφαση να εγκαταλείψουν το χωριό για να ταξιδέψουν στην άλλη άκρη του κόσμου;
Βλέπω τα παιδιά μου να παίζουν στον κήπο και μπορώ να φανταστώ πως ήταν η ζωή στην “ πίσω – αυλή ”, backyard, μία από τις λίγες λέξεις που έφεραν πίσω από την ζωή μας στην Αυστραλία.
Χρησιμοποιώ τις εικόνες ως συγκολλητική ύλη.
Το σκαρφάλωμα στα δέντρα, μαζί με τα αδέλφια μου, η κίνηση των χεριών της μητέρας, καθώς κρεμάμε την μπουγάδα, τα λόγια, οι σιωπές, τα χρώματα, το στρωμένο τραπέζι, η μυρωδιά του καπνού όταν πέφτει το φως.
Ανοίγω ένα μπαούλο γεμάτο γράμματα και Χριστουγεννιάτικες κάρτες, δοκιμάζω τα ρούχα της μητέρας, φωτογραφίζομαι μαζί της.
Αντιμετωπίζω τις ίδιες ερωτήσεις ξανά και ξανά. Ήμασταν ποτέ ευτυχισμένοι ως οικογένεια;
Γιατί φύγαμε; Γιατί γυρίσαμε πίσω; Μήπως είναι καλό να ξεχνάς;
Γιατί σκαλίζω την στάχτη της μνήμης; Γιατί άνοιξα την πόρτα της πίσω αυλής;