Η φωτογραφία από την εμφάνισή της ανέδειξε εμφατικά το πορτρέτο ως καθρέφτισμα της ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας, διάλογο (αποσπασματικό αλλά όλο και πυκνότερο) με την προσωπική και τη συλλογική μνήμη. Τις πρώτες δεκαετίες οι φωτογραφίες αυτές υλοποιούνταν σε στούντιο, με τη δεξιότητα και τις συμβάσεις αναδυόμενων επαγγελματιών, μια πρακτική λιγότερο ή περισσότερο έντεχνη που διαδόθηκε σε όλες τις χώρες και ηπείρους, σε ένα αποικιοκρατικό κατά βάση πλαίσιο. Καθώς το μέσο εκλαϊκεύτηκε, οι άνθρωποι άρχισαν να δημιουργούν μόνοι τους με αυξανόμενη ευχέρεια τα ενσταντανέ των οικείων και της οικογένειας.
Στη δύση του 20ου αιώνα και στην αυγή του 21ου ο Martin Parr ξεκίνησε, διασχίζοντας τον κόσμο με επαγγελματικές αναθέσεις διεθνών μέσων, να φωτογραφίζεται σε στούντιο και photobooth σε κάθε γωνιά του κόσμου. Η μορφή του έτσι πήρε σταδιακά θέση, σωματικά ή ψηφιακά, σε σκηνικά ετερόκλητα, σχεδιασμένα να επικυρώνουν στερεότυπα ή να γεννούν νέα. Αντίθετα από την κοινοτοπία των ιστορικών στούντιο πορτρέτων, εδώ μια τοπική ατραξιόν ή ένα τοπόσημο, ένας φαντασιακός ρόλος ή το χάρτινο είδωλο ενός ηγέτη, επιχειρούν σε διάφορες εκδοχές, που φλερτάρουν ενίοτε με το κιτς, να ενθέσουν τον εικονιζόμενο σε μια αξιοθέατη, προκατασκευασμένη ανάμνηση. Για είκοσι χρόνια (1996-2015) ο Parr παραδίνονταν αυτοβούλως, με ατάραχο ύφος, στα χέρια ομοτέχνων του αποτελώντας τη συνειδητοποιημένη λεία ενός μηχανισμού τυποποιημένων εικόνων. Η πνευματώδης αυτή σειρά, που προανήγγειλε ακούσια την ναρκισσιστική πλημμύρα των selfie, μαρτυρά ανάγλυφα το πώς η φωτογραφία υπήρξε καταλύτης μιας πρώιμης παγκοσμιοποίησης, μεγεθύνοντας το τοπικό και ανακαλύπτοντας το εξωτικό, χάρη στη μοναδική ευκολία με την οποία ταξιδεύει, αφομοιώνει, προσαρμόζεται, αναπαράγεται, γεννά αύρα.
Ο εαυτός περιβάλλεται εδώ από εικόνα σε εικόνα με μια ανάλαφρη ρευστότητα, καθώς ποζάρει σε κάθε ατμοσφαιρικό σκηνικό, παρελθοντικό ή φουτουριστικό, φανταχτερό ή λιτό, πολιτισμικά καθορισμένο ή παντός καιρού. Τα πορτρέτα αυτά αποκτούν τελικά ζωτικότητα από τη σταδιακή συνειδητοποίηση του ποιος είναι ο εννοιακός μετασχηματιστής αυτών των ευφάνταστων επινοήσεων σε μια ενιαία πρόταση στην οποία το πνεύμα του είναι πίσω από κάθε εικόνα, άσχετα αν δεν έχει τραβήξει καμία. Ακόμη, από το γεγονός ότι εκθέτουν τον ελεύθερο κυματισμό της ταυτότητας στα ορμητικά νερά του 21ου αιώνα. Με την έννοια αυτή, η σειρά υποδεικνύει ευφυώς ότι ποτέ άλλοτε η έννοια της ταυτότητας δεν είχε τόσο εύπλαστο περιεχόμενο, προδιαγράφοντας έναν εαυτό εκτεταμένο, ευέλικτο, κερματισμένο, αναλώσιμο, ατέρμονα αναπαραγόμενο. Προλαμβάνοντας τη συνθήκη του produser (παραγωγού και συγχρόνως χρήστη εικόνων) η σειρά αναδεικνύει καυστικά το ερώτημα αν η φωτογραφία μπορεί να εικονίσει πλέον μια συνεκτική ιδέα του εαυτού ή συμβάλλει στη διαρκή επινόηση και ανακατασκευή του, μέσα σε εικονικούς μικρόκοσμους. Κι ενώ κάποιος σκέφτεται ότι τα Αυτοπορτρέτα του Martin Parr εξαντλούνται σε μια παρωδιακή διαχείριση της αυτοαναπαράστασης (την εποχή που αυτή προβάλλει ως σχεδόν επιτακτικό καθήκον), μας μιλούν ίσως επίσης για την πανταχού παρουσία του φωτογραφικού μέσου που, την εποχή της μετα-φωτογραφίας του διαδικτύου, εξακολουθεί ακόμη να προτείνεται ως ένα λαϊκό, απρόβλεπτο κοινωνικό τυπικό. Ακόμη, υπαινίσσονται τον κεντρικό ρόλο που η εικόνα μας παίζει στην εφήμερη αυτή μορφή αποικιοκρατίας που αποτελεί ο μαζικός τουρισμός.